- εγκυρότητα
- [-ης (-ητος)] η1) достоверность; 2) законность, действительность (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκυρότητα — η η ιδιότητα τού έγκυρου … Dictionary of Greek
εγκυρότητα — η το να είναι κάτι έγκυρο, το κύρος, η ισχύς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
Βίτγκενσταϊν, Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν — (Ludwig Josef Johann Wittgenstein,Βιέννη 1889 – Κέιμπριτζ 1951).Αυστριακός φιλόσοφος. Πήρε δίπλωμα μηχανικού στην Αυστρία και στη συνέχεια έφυγε στην Αγγλία για ειδίκευση. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπέρτραντ Ράσελ και έγινε μαθητής του, στρέφοντας… … Dictionary of Greek
Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… … Dictionary of Greek
τεστ ψυχολογικά — Ειδικές ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι, δηλαδή ιδιαίτεροι τύποι ψυχολογικής εξέτασης, που εφαρμόζονται στον άνθρωπο και κατ’ εξαίρεση και σε ζώα. Η αρχή στην οποία βασίζονται τα ψυχολογικά τεστ είναι πολύ απλή. Ο εξεταστής υποβάλλει έναν ή… … Dictionary of Greek
έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… … Dictionary of Greek
αυθεντικότητα — η εγκυρότητα, γνησιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθεντικός. Η λ., στον λόγιο τύπο, αυθεντικότης, μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια] … Dictionary of Greek
διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… … Dictionary of Greek
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
ενδύναμος — ἐνδύναμος, ον (AM) δυνατός, ισχυρός μσν. το ουδ. ως ουσ. το ἐνδύναμον δύναμη, εγκυρότητα … Dictionary of Greek